- παραπέμπειν
- παραπέμπωsend pastpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραπέμπω — ΝΜΑ 1. στέλνω κάποιον κάπου 2. (για πολεμικά πλοία) συνοδεύω νηοπομπή εμπορικών πλοίων σε καιρό πολέμου για προστασία τους από εχθρικές επιθέσεις 3. (σχετικά με δικαστικές υποθέσεις) διαβιβάζω στις ανακριτικές αρχές, υποβάλλω στο δικαστήριο για… … Dictionary of Greek
пущать — пускать , ст. слав. поуштати παραπέμπειν, πέμπειν (Супр.), болг. пущам, сербохорв. пу̏штати, пу̏шта̑м, словен. puščati, рuščаm, чеш. pouštěti, слвц. рušt᾽аt᾽, польск. puszczac, в. луж. pušcec, н. луж. pušcis. От пустить (см.) … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κώπη — η (AM κώπη) το κουπί αρχ. 1. λαβή εργαλείου ή άλλου αντικειμένου, χερούλι 2. παροιμ. «παραπέμπειν ἐφ ἔνδεκα κώπαις» συνοδεύω με όλες τις τιμές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το κάπτω* και με λατ. capulus «κουπί». ΠΑΡ. κωπεών, κωπητήρ αρχ.… … Dictionary of Greek